- καταλεαινω
- καταλεαίνωκατα-λεαίνω(aor. κατελέανα) сглаживать, счищать
(ὄζους ἐν ξύλῳ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὄζους ἐν ξύλῳ Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καταλεαίνω — (Α) 1. κάνω κάτι πολύ λείο, καταλεπταίνω 2. καταπραΰνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) + λε(ι)αίνω (< λεῖος)] … Dictionary of Greek
προκαταλεαίνω — Α 1. καθιστώ κάτι λείο και ομαλό εκ τών προτέρων 2. ισοπεδώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταλεαίνω «κάνω κάτι λείο και ομαλό»] … Dictionary of Greek
ՈՂՈՐԿԵՄ — (եցի.) NBH 2 0509 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 11c, 12c ն. λειόω laevigo. Ողորկ կացուցանել. յղկել. հարթել. յարդարել. արծնել. փայլեցուցանել. կոկել. շտկել. ... *Զքարինս ողորկեցին ջուրք. Յոբ. ՟Ժ՟Դ. 19: *Զգեստք շրջապատք՝ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)